- πανοφθαλμία
- ηδιάχυτη φλεγμονή όλων τών ιστών τού οφθαλμού, η οποία καταλήγει σε γενική διαπύηση και ατροφία τού οφθαλμικού βολβού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek